ΕΛΕΦΑΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΓΗΣ, ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΕΙΠΑΝ, γιγάντια φυσιογνωμία μέσα στα παγκόσμια γράμματα και για το ρωσικό λαό βιβλικός οδηγός, μέγας κήρυκας του αγαθού κι΄ επιτιμητής του κακού. Ο οργισμένος λόγος του έπεφτε σαν κεραυνός επάνω στη διαφθαρμένη και δεσποτική παλιά Ρωσία. Η βαθιά δυσαρέσκεια κι΄οργή του για την κατάσταση του ρωσικού λαού, που φλόγιζε και αναστάτωνε επί μισό αιώνα τον τόπο του, όλα αυτά ήταν προάγγελοι της κρίσης που ερχόταν, ήταν μια ορμητική πνοή από την τρικυμία που πλησίαζε. Ο λόγος του προμηνούσε την τελική κάθαρση σ’αυτή τη δραματική καθυστερημένη, απέραντη και χαοτική δύναμη, που λέγονταν Αγία Ρωσία.
Ο Ντοστογιέφσκι βλέπει τον άνθρωπο στη σχέση του με τη μεταφυσική μοίρα, ο Τολστόϊ τον βλέπει σχετικά με τη γήινη μοίρα του και παρουσιάζει την ευρωπαϊζουσα όψη της Ρωσίας. Όλοι οι κριτικοί του αναγνωρίζουν πως για την πιστή κι΄άνετη απόδοση της πραγματικότητας δεν έχει τον όμοιό του στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς και σαν σύλληψη και σαν εκτέλεση είναι ένα αριστούργημα, που το κατατάσσουν στα μεγάλα δημιουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ρεαλισμός του Τολστόϊ μέσα σ΄ αυτό φτάνει στη μεγαλύτερη τελειότητα.
Στο μαρτυρικό θάνατο του Ιβάν Ιλίτς αντιπαρατάσσεται η στάση των ανθρώπων που τον περιστοιχίζουν τις τελευταίες ημέρες. Όλη τους η στάση υπογραμμίζει τα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά της ζωής τους, της ίδιας ζωής που έκανε κι΄ ο Ιβάν Ιλίτς ως την ημέρα που αρρώστησε. Η πρώτη σκέψη των συναδέλφων (δικαστικών) του πεθαμένου είναι οι πιθανές μεταβολές στην υπηρεσία τους και η αίσθηση ενός είδους χαράς, όπως συμβαίνει πάντα, που δεν ήταν εκείνοι στη θέση του. Όλοι σκέφτονται έτσι, μα κανένας δεν το λέει. Ο Ιλίτς που πεθαίνει βρίσκει κάποια ανακούφιση μονάχα, όταν κουβεντιάζει με το μουζίκο υπηρέτη Γεράσιμο, τον μόνο άνθρωπο που λυπάται τον ετοιμοθάνατο. Ο Γεράσιμος δε λέει ψέματα, κι΄ έτσι δεν αναγκάζει τον Ιλίτς να λέει κι΄ αυτός. Η χαρά της ζωής, η δύναμη κι΄ η ομορφιά της καθρεπτίζονται στον απλό αυτό μουζίκο, που δεν προσποιείται τίποτα.
(...) διαρκώς (συνέχεια) το ίδιο πράγμα. Πότε μια πνοή ελπίδας και πότε η απέραντη άβυσσος της απελπισίας. Το τελευταίο καιρό της μοναξιάς του, μιας μοναξιάς απέραντης που πιο απόλυτη δεν μπορούσε να βρεθεί μήτε σε στεριά, μήτε σε θάλασσα, ξαπλωμένος με το πρόσωπο στραμμένο προς τη ράχη του ντιβανιού, μόνος μέσα στην πολύβουη πόλη, μόνος ανάμεσα σε τόσους γνωστούς και φίλους, μόνος ανάμεσα στην οικογένεια του, ο Ιβάν Ιλίτς ζούσε μόνο αναπολώντας τα περασμένα. Οι εικόνες της περασμένης του ζωής ξαναζωντάνεψαν ή μια πίσω από την άλλη. Πάντα άρχιζε από την πρόσφατη εποχή και σιγά-σιγά βυθιζόταν στα παλιά, στα παιδικά του χρόνια. Εκεί σταματούσε. Αν ερχότανε στο μυαλό τού Ιβάν Ιλίτς η εικόνα της κομπόστας δαμάσκηνο που του σύσταιναν να τρώει τώρα ο νους του πετούσε στα ωμά, ρυτιδιασμένα δαμάσκηνα που έτρωγε παιδί ακόμα. Θυμόταν την εξαιρετική τους νοστιμάδα και τα σάλια που γέμιζε το στόμα του μόλις έφτανε στο κουκούτσι, και συνάμα η γεύση εκείνη γινόταν αφορμή να ξετυλιχτεί ολόκληρη αλυσίδα από αναμνήσεις εκείνης της εποχής. 'Υστερα από το γεύμα, κατά τις επτά το βράδυ, μπήκε στο δωμάτιο η Πρασκόβια Φιοντόροβνα. Φορούσε βραδυνή τουαλέτα (...)'Yστερα άρχισε να δικαιολογείται πως τάχα αυτή δεν ήθελε να πάει στο θέατρο, μα δεν γινόνταν αλλιώς, γιατί το θεωρείο ήταν κρατημένο πια. Ξαφνικά πρόβαλε στο δωμάτιο η κόρη του. Ήταν στολισμένη με μισόγυμνο το νεανικό της κορμί. Το δικό του κορμί του προξενούσε τόσα βάσανα. Ήταν γερή, δυνατή, ίσως ερωτευμένη και αγανακτούσε γι αυτή την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο που στέκονταν εμπόδιο στην ευτυχία της. Ναι, «τους βασανίζω, σκέφτηκε». Ήθελε να της πει ακόμα και«συγχώρα με» (prosti), μα είπε: άστα να πάνε (Propousti) και αναλογίσθηκε τότε που αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο και τούδωσε ο πατέρας του χρήματα για να φτιάξει ό,τι του χρειαζότανε, παράγγειλε τη στολή του στου Σάρμερ και κρέμασε στο μπρελόκ του ένα μετάλλιο με την επιγραφή «Respice Finem» (να προβλέπεις το τέλος).
Ο
Πάτερ Σέργιος
{Γύρω στα 1840, στην Πετρούπολη, συνέβη ένα περιστατικό που όσοι το μάθανε, έμειναν με το στόμα ανοιχτό: ένας πρίγκηπας, ένας ομορφάντρας, διοικητής της ίλης των σωματοφυλάκων στο σύνταγμα των θωρα-κοφόρων, που όλοι περιμένανε να προβιβασθεί από μέρα σε μέρα σε υπασπιστή του τσάρου και να κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Νικολάου του Α΄, ένα μήνα πριν από το γάμο του, με μια καλονή, με μια δεσποινίδα της τιμής, που η αυτοκράτειρα τής είχε ιδιαίτερη αδυναμία, υπέβαλε ξαφνικά τη παραίτησή του, διέκοψε τον δεσμό με τη μνηστή του, χάρισε το μικρό του χτήμα στην αδελφή του και πήγε σ΄ένα μοναστήρι με την πρόθεση να μείνει εκεί και να καλογερέψει}.
Ήταν η έκτη χρονιά που ο πάτερ Σέργιος ζούσε μοναχός του κλεισμένος στο κελί του. Η ζωή του ήτανε δύσκολη. Όχι, πως τον δυσκόλευαν οι νηστείες κι΄οι προσευχές - αυτά δεν του κάνανε πια κόπο· τον κούραζε όμως η ψυχική πάλη: η αμφιβολία κι΄ο σαρκικός πόθος.
...
μα που οδηγεί αυτός ο δρόμος; ρώτησε η Μακόβνικα, η ζωντοχήρα, η όμορφη. Δώδεκα βέρστια από εδώ, είναι το Ταμπίνο, είπε ο δικηγόρος που φλερτάριζε τη Μακόβνικα. Εκεί που μένει ο πατήρ Σέργιος; Στοίχημα! Αν διανυκτερεύσετε στο στο κελί του, χάνω ό,τι θέλετε.
(...) μα τι κάνετε λοιπόν και δεν ανοίγεται; Έγινα μούσκεμα. Ξεπάγιασα Αφού σας λέω πως έχασα το δρόμο μου… Εσείς σκέφτεστε τη σωτηρία της ψυχής σας κι΄ εγώ τουρτουρίζω.Τράβηξε τη πόρτα προς το μέρος του, σήκωσε το μάνταλο και χωρίς να υπολογίσει καλά, έσπρωξε την πόρτα προς τα έξω, τόσο δυνατά, που χτύπησε τη γυναίκα.
Αχ, με συγχωρείτε! Έκανε ο πάτερ Σέργιος αποχτώντας ξαφνικά τις παλιές του συνήθειες και τους τρόπους καλής συμπεριφοράς με τις κυρίες.
Περάστε, πρόφερε αυτός, παραμερίζοντας. Η δυνατή μυρωδιά του λεπτού της αρώματος, μια μυρωδιά που είχε χρόνια να αισθανθεί, του έκανε μεγάλη εντύπωση.
Όλη αυτήν την ώρα, ο Πάτερ Σέργιος στεκότανε μέσα στο καμαράκι του και προσευχότανε. Είχε ακούσει το φρού-φρού, την ώρα που έβγαλε το μεταξωτό φουστάνι της, την άκουσε να περπατάει ξυπόλητη, να τρίβει τα πόδια της.΄Ένιωθε πως παρασύρεται και γι ΄αυτό προσευχότανε χωρίς διακοπή. Την ίδια στιγμή, εκείνη του φώναξε: Μα ακούστε λοιπόν! Αυτό καταντάει απάνθρωπο. Μπορεί και να πεθάνω.
Ναι, θα πάω. Θα κάνω όπως έκανε κείνος ο πάτερ, που έβαλε το χέρι του πάνω της και το άλλο πάνω στη πυρωμένη σκάρα του τζακιού. Εδώ όμως δεν υπάρχει σκάρα… Κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε στο καντήλι. Έβαλε το δάχτυλό του πάνω από τη φλόγα κι΄ έσμιξε τα φρύδια του, έτοιμος να υποφέρει. Για μια στιγμή είχε την εντύπωση πως δεν νοιώθει πόνο.
Για όνομα Θεού! Άχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω!
Τώρα έρχομαι, πρόφερε αυτός. Κι΄ ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε από μπροστά της χωρίς να την κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο πρόδωμα, εκεί που έκοβε τα ξύλα. Βρήκε ψηλαφητά το κούτσουρο που έκοβε απάνω του τα ξύλα. Το τσεκούρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο... Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι΄ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του.
Εκείνη πρόσεξε το χλωμό του πρόσωπο, το αριστερό του μάγουλο που έτρεμε, και ξαφνικά ένοιωσε ντροπή. Σηκώθηκε απότομα και, άρπαξε τη γούνα της, την έριξε απάνω της και τυλίχτηκε. Ξάφνου άκουσε κάτι σταλαγματιές που πέφτανε στο πάτωμα. Πρόσεξε καλύτερα κι΄ είδε το αίμα να τρέχει από το χέρι, νάχει μουσκέψει το ράσο και να σταλάζει στο πάτωμα. Πιο χλωμή κι΄ από τον ίδιο, γύρισε κοντά του και θέλησε να του μιλήσει. Αυτός όμως μπήκε αργά και ήρεμα στο καμαράκι, κλείνοντας την πόρτα από πίσω του.
Συγχωρέστέ με, είπε. Πως μπορώ να εξιλεωθώ για την αμαρτία μου! (...) Η γυναίκα άρχισε να κλαίει με λυγμούς και βγήκε από το κελί. Μπήκε στην τρόϊκα και μέχρι το σπίτι δεν πρόφερε λέξη. Το περιστατικό με την Μακόβνικα διαδόθηκε γρήγορα παντού (νυχτερινή της επίσκεψη, η αλλαγή που έγινε απότομα μέσα της και το κλείσιμο της σε μοναστήρι). Από τότε κι΄ύστερα η φήμη του πάτερ Σέργιου συνεχώς μεγάλωνε. Άρχισαν να μαζεύονται όλο και περισσότεροι.....
Επίλογος από το βιβλίο Αφέντης και δούλος
1894-1895
Το χιόνι είχε σκεπάσει ολότελα το έλκηθρο, αλλά τα ξύλα με το μαντήλι φαίνονταν ακόμα. Ο Μουχόρτης χωμένος στο χιόνι ως την κοιλιά, με την κουρελού πεσμένη από πάνω του, στε-κόταν κάτασπρος σαν άγαλμα. Ο Νικήτας όμως ήταν ζωντα-νός, αν και ξεπαγιασμένος ως το κόκαλο. Όταν τον συνέ-φεραν, ήταν σίγουρος πως είχε πεθάνει και πως ξυπνούσε όχι πια σε τούτον τον κόσμο, αλλά στον άλλο. Όταν όμως άκουσε τους μουζίκους να φωνάζουν καθώς τον ξέθαβαν, κι΄είδε τον κοκαλιασμένο Βασίλη Αντριέϊτς που τον είχαν σηκώσει από πάνω του, απόρησε στην αρχή που και στον άλλο κόσμο οι μουζίκοι ξεφωνίζουν όπως και σε τούτον εδώ και τα κορμιά είναι τα ίδια. Ύστερα όμως κατάλαβε πως βρίσκεται ακόμα εδώ, και μάλλον λυπήθηκε αντί να χαρεί, προπάντων σαν ένοιωσε πως τα δάχτυλά και στα δύο του πόδια είχαν πάθει κρυοπαγήματα.
Ο Νικήτας έμεινε στο νοσοκομείο δύο μήνες. Του έκοψαν τρία δάχτυλα, τα άλλα όμως έγειαναν κι΄έτσι μπορούσε ξανά να δουλέψει. Έζησε άλλα είκοσι χρόνια-στη αρχή δουλεύοντας εργάτης και στα γεράματα κάνοντας το φύλακα. Πέθανε φέτος, στο σπίτι του, όπως το λαχταρούσε, κάτω από τα εικονίσματα, μ΄ένα αναμμένο κερί στα χέρια. Αποχαιρέτησε τα παιδιά και τα εγγόνια του και πέθανε ευχαριστημένος που έτσι ξαλάφρωνε το γιο και τη νύφη του από το βάρος του, κι΄ακόμα γιατί έφευγε πια για πάντα από τούτη τη βαρετή ζωή, για μιαν άλλα ζωή που χρόνο με το χρόνο κι΄ώρα με την ώρα του φαινόταν πιο κατανοητή κι΄ελκυστική. Νάναι τάχα καλύτερα ο Νικήτας εκεί όπου ξύπνησε ύστερα από το θάνατό του; Ν’ απογοητεύθηκε άραγε ή βρήκε εκείνο που περίμενε; Αυτό θα το μάθουμε σε λίγο όλοι μας.
Εισαγωγή από το βιβλίο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η ανθρωπομυρμηγκιά παραμόρφωσε την όψη της γης, εκεί, στη μικρή έκταση που στριμώχτηκε, πλάκωσε με σωρούς ολάκερους από κοτρόνες το χώμα, έτσι που τίποτα πια να μη βλασταίνει πάνω του, ξερίζωσε κάθε χορταράκι που ξεπρόβαλε, έπνιξε την ατμόσφαιρα με τις αναθυμιάσεις του πετρελαίου και του κάρβουνου, έκοψε τα δένδρα, έδιωξε τα ζωντανά και τα πουλιά…
Μα η άνοιξη είναι πάντα άνοιξη, ακόμα και στην πόλη. Ο ήλιος άπλωνε τη ζεστασιά του. Αναζωογονημένο το χορτάρι φούντωνε, πρασινίζοντας παντού όπου δε ρημάχτηκε, όχι μονάχα στις πρασιές των λεωφόρων, μα κι΄ ανάμεσα στο λιθόστρατο των δρόμων. Οι σημύδες, οι λεύκες, οι αγριοκερασιές ανοίγανε τα υγρά, μοσκοβολάτα φύλλα τους, τα μπουμπούκια στις φλαμουριές φούσκουναν, έτοιμα να σκάσουν, οι κουρούνες, τα σπουργίτια, τα περιστέρια, χτίζανε, σαν κάθε άνοιξη, χαρούμενα τις φωλιές τους κι΄ οι μύγες ζεσταμένες απ΄ τον ήλιο βουϊζανε πάνω στους τοίχους. Φυτά, πουλιά, ζουζούνια, παιδιά, όλα αναγάλλιαζαν. Μα οι άνθρωποι, εκείνοι που΄χει το μυαλό τους πήξει, πασχίζανε αδιάκοπα να ξεγελάνε και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Ούτε δίνανε καμιά σημασία σε τούτο τ ΄ανοιξιάτικο πρωινό, σ΄ όλη τούτη την ομορφιά της πλάσης που χαρίζει ο δημιουργός σ΄ όλα τα όντα για να είναι ευτυχισμένα –μια ομορφιά που τους καλούσε στην ειρήνη, την ομόνοια, την αγάπη. Εκείνα πούχαν αξία γι΄ αυτούς, ότι πιστεύανε σαν ιερά και όσια ,ήτανε τα όσα από μόνοι τους επινοήσανε για να καταδυναστεύουνε το συνάνθρωπο τους. Έτσι λοιπόν, στο γραφείο των φυλακών μιας επαρχιακής πρωτεύουσας, δε θεωρούσανε καθόλου σπουδαίο ή ιερό, την τρυφεράδα και τη χαρά της άνοιξης που δόθηκε σ΄ όλα τα πλάσματα. Αντίθετα, όλοι ήτανε απασχολημένοι μ΄ ένα πρωτοκολλημένο έγγραφο, με κεφαλίδα και σφραγίδα, που λάβανε χτες και που τους όριζε, ότι στις 28 Απριλίου και ώρα 9 π.μ. έπρεπε να παρουσιαστούν μπροστά στο δικαστήριο για να δικαστούνε, τρεις κρατούμενοι. 16 Δεκεμβρίου 1899
Από το 1885 ακόμα, ο νεαρός τότε Αλεξέϊ Μαξίμοβιτς Πεσκώφ -ο κατόπιν Μαξίμ Γκόρκυ- θεωρούσε το Λέοντα Τολστόϊ σαν έναν από τους ασπονδότερους εχθρούς της επίσημης εκκλησίας, της τσαρικής απολυταρχίας και της αυθαιρεσίας των γαιοκτημόνων, παρά το γεγονός που η τολστοϊκή ηθικο-θρησκευτική διδασκαλία, για τη μη αντίσταση στο κακό με τη βία, ήταν ξένη στη βάση της με την κοσμοθεωρία του Πεσκώφ. Αργότερα, όταν ο Γκόρκυ αρχίζει τη λογοτεχνική του δράση (1892), το ενδιαφέρον του γίνεται πιο έντονο για τον Τολστόϊ,που τον βλέπει πρώτα απ΄ όλα σαν έναν απαράμιλλο τεχνίτη του λόγου. Το έργο του θα μείνει στους αιώνες, σαν ένα μνημείο του επίμονου μόχθου που κατέβαλε η μεγαλοφυΐα του.